πρόωρος

πρόωρος
η , ο [ος , ον ]
1) преждевременный; ранний; безвременный;

πρόωρος χειμώνας — ранняя зима;

τό πρόωρον γήρας — или τα πρόωρα γηρατειά — преждевременная старость;

πρόωρος τοκετδς — преждевременные роды;

πρόωρος θάνατος — безвременная смерть;

2) перен. скороспелый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πρόωρος" в других словарях:

  • πρόωρος — before the time masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόωρος — η, ο / πρόωρος, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή συμβαίνει πριν από την κανονική του ώρα («πρόωρος θάνατος») νεοελλ. φρ. «πρόωρος τοκετός» ιατρ. κάθε τοκετός που συμβαίνει σημαντικά νωρίτερα από την αναμενόμενη κανονική ημερομηνία αρχ. 1. (για προσ.)… …   Dictionary of Greek

  • πρόωρος — η, ο αυτός που γίνεται πριν από την ώρα του: Πρόωρη ανάπτυξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προωρότερον — πρόωρος before the time adverbial comp πρόωρος before the time masc acc comp sg πρόωρος before the time neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώρως — πρόωρος before the time adverbial πρόωρος before the time masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόωρον — πρόωρος before the time masc/fem acc sg πρόωρος before the time neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώρου — πρόωρος before the time masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώρους — πρόωρος before the time masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώρων — πρόωρος before the time masc/fem/neut gen pl προώρων , προοράω see before one imperf ind act 3rd pl προώρων , προοράω see before one imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προώρῳ — πρόωρος before the time masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόωρα — πρόωρος before the time neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»